- προτέγιον
- προτέγιον, τό,= sq., Poll.7.120.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτέγιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέγιον — τὸ, Α βλ. προστέγιον … Dictionary of Greek
προστέγιον — και προτέγιον, τὸ, Α το προστέγασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγη + επίθημα ιον (πρβλ. ὑπο στέγιον)] … Dictionary of Greek